Ρεμπετισσες

AMΠΑΤΖΗ ΡΙΤΑ

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1914 και ξεκίνησε την καριέρα της στο τραγούδι στα πρώτα χρόνια του `30.

Τραγούδησε ρεμπέτικα, σμυρνέικα, και δημοτικά τραγούδια δεσπόζοντας στους δίσκους των 78 στροφών στα χρόνια 1930-1940.

Συνεργάσθηκε με τους σπουδαιότερους συνθέτες όπως τους Παν. Τούντα, Βαγγ. Παπάζογλου, Κ. Σκαρβέλη, Ιακ. Μοντανάρη, Σπ. Περιστέρη, Δ. Σέμση, Ι. Ογδοντάκη μέχρι τους Μάρκο Βαμβακάρη, και Βασίλη Τσιτσάνη.

Πέθανε στις 17 Ιουνίου του `69 στο Αιγάλεω.
....................................................................................
ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΙΩΑΝΝΑ


Γεννήθηκε στα 1920 στον Πύργο της Ηλείας. Μόλις δύο χρονών χάνει τον πατέρα της. Στη συνέχεια η οικογένειά της μετακομίζει στην Αθήνα (στα Θυμαράκια επί της Λιοσίων ήταν το σπίτι τους), όπου η μητέρα της Ελευθερία, δουλεύοντας ως παραδουλεύτρα, τους εξασφαλίσει το καθημερινό φαγητό.

Από οκτώ χρονών η Ιωάννα συμμετέχει στη χορωδία της ενορίας του Αγίου Παύλου, όπου την ανακαλύπτει αργότερα η τραγουδίστρια του ελαφρού τραγουδιού Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου που εργαζόταν τότε στη «Μάντρα του Αττίκ».

«Η ηλικία σου είναι μικρή, αλλά η φωνή σου μεγάλη! Δεν κάνεις όμως για ελαφρά τραγούδια. Θα μπορούσες θαυμάσια να τραγουδήσεις λαϊκά. Εκεί πιστεύω πως θα κάνεις θαύματα», της είχε πει η Λυκιαρδοπούλου, μόλις την πρωτοάκουσε.

Στο τραγούδι μπήκε με τη βοήθεια του συνθέτη και μαέστρου Γιάννη Βέλλα, στον οποίο τη σύστησε η Λυκιαρδοπούλου. Με τον Βέλλα –ανήλικη ακόμα και γι’ αυτό συνοδευόμενη από τη μητέρα της- ηχογράφησε το 1938 σε τα δύο πρώτα της χασάπικα: «Σμυρνιά» και «Χριστίνα».

Εκείνα τα πρώτα χρόνια, όπως αφηγείται η ίδια σε συνέντευξή της στον Πάνο Γεραμάνη, ο Δημήτρης Σέμσης ή «Σαλονικιός» είχε εκφραστεί αρνητικά για τη νεοεμφανιζόμενη τραγουδίστρια- «Τι να το κάνουμε αυτό το γατί...», είχε πει. Ωστόσο, η Columbia θέλει τη φωνή της και την καλεί και πάλι να ηχογραφήσει νέα τραγούδια:

Στα τέλη του 1938 ηχογραφώ τα τραγούδια του Τούντα «Τα τσόκαρα», «Τσιγγάνα Μανταλένα», «Τομπουρλίκα» με το Στράτο Παγιουμτζή και το Στέλιο Κηρομύτη, και αμέσως μετά ένα τραγούδι που μου έγραψε ο Νίκος Γούναρης, το «Μπρος στον Αγιο Σπυρίδωνα», αφηγείται η ίδια.

Την εξαιρετική ποιότητα της φωνής της διέκρινε και ο Βασίλης Τσιτσάνης και της εμπιστεύτηκε πολλά τραγούδια του, με πρώτο το «Οι φιλενάδες».

Πρωτοεμφανίζεται περί τα τέλη του 1939 στο πάλκο του κέντρου «Δάσος» στο Βοτανικό με τους Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Παγιουμτζή, Καλλέργη και Τουρκάκη και τον επόμενο χρόνο στην «Όαση» στο Περιστέρη με τους Μανώλη Χιώτη, Στεφανάκη Σπιτάμπελο, Ανδρέα Σπαγγαδώρο, Γοδαζίνο.

Μετά τον πόλεμο συνεργάστηκε συνεργάστηκε με το Βασίλη Τσιτσάνη, το Μανώλη Χιώτη, το Γιώργο Μητσάκη, καθώς και με τον κορυφαίο σολίστα του μπουζουκιού, τον Δημήτρη Στεργίου ή «Μπέμπη». Τραγούδησε ρεμπέτικα, λαϊκά και λιγοστά νησιώτικα τραγούδια και στις ηχογραφήσεις τη συνόδευε κυρίως ο Στελλάκης Περπινιάδης με τα ιστορικά του σεγκόντα.

Αρκετά από τα τραγούδια που ερμήνευσε φέρονται ως δικές της συνθέσεις, όπως ο «Τρελός Τσιγγάνος», «Φυσάει ο μπάτης», «Βράδια στη Χαβάη», «Ποιος καημός τον βασανίζει» κ.ά., αν και οι περισσότεροι ερευνητές του ρεμπέτικου συμφωνούν πως πρόκειται για τραγούδια άλλων συνθετών (του Τσιτσάνη κυρίως), χαρισμένα στην Γεωργακοπούλου. Ειδικότερα από το 1946 μέχρι και το 1950, 44 τραγούδια είναι περασμένα στη δισκογραφία στο όνομά της.

Για την Ιωάννα Γεωργακοπούλου ο Τσιτσάνης έγραψε μερικά από τα ωραιότερά του τραγούδια: «Τι τη θέλεις την τσιγγάνα», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Αργοσβήνεις μόνη», «Αχάριστη», κ.ά. Η συνεργασία τους όμως, διακόπηκε απότομα το χειμώνα του 1949, όταν τη θέση της στο πάλκο του «Τζίμη του Χοντρού» δίπλα στον Τσιτσάνη, παίρνει η Μαρίκα Νίνου.

Το γεγονός αυτό προκάλεσε την έντονη πικρία της Γεωργακοπούλου. Οι σχέσεις της με τον Τσιτσάνη οδηγήθηκαν σε έντονη κόντρα όταν ο Τσιτσάνης δίνει στο Χατζηδάκι το τραγούδι «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι» η μουσική του οποίου έμοιαζε σε πολλά σημεία με τη μελωδία του Τσιγγάνου. «Τι δουλειά έχει ο Τσιτσάνης και χαρίζει δικό μου τραγούδι στο Χατζηδάκι;» δήλωσε τότε η Γεωργακοπούλου, η οποία μέχρι τέλους επέμενε ότι ο «Τρελλός τσιγγάνος» είναι δικό της τραγούδι γραμμένο κατά την κατοχή και αναφερόμενο σε υπαρκτό πρόσωπο.

Η καριέρα της Γεωργακοπούλου ακολουθεί φθίνουσα πορεία μετά το 1950, ενώ τα τελευταία χρόνια εμφανιζόταν σε μικρές μουσικές σκηνές («Μετρό», «Απτάλικο» κ.ά.).

Η Ιωάννα Γεωργακοπούλου έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών την Τρίτη 7 Αυγούστου 2007.
....................................................................................
ΕΣΚΕΝΑΖΥ ΡΟΖΑ


Η Ρόζα Εσκενάζυ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 19ου αιώνα, και συγκεκριμένα το 1890. Η οικογένειά της μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη όταν αυτή ήταν 7 ετών.

Η Εσκενάζυ αρχικά ξεκίνησε ως χορεύτρια στον Πειραιά γύρω στο 1910, αλλά σύντομα άρχισε επίσης να τραγουδά ελληνικά, τουρκικά και αρμενικά τραγούδια. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο Παναγιώτης Τούντας την «ανακάλυψε» και έτσι έκανε τις πρώτες της ηχογραφήσεις.

Γρήγορα έγινε αρκετά γνωστή και μέσα στη δεκαετία του 1930 ηχογράφησε πάνω από 500 ρεμπέτικα, σμυρναίικα και δημοτικά τραγούδια. Με την απροσδιόριστη ηλικία και με την 60χρονη καριέρα, συνδέθηκε εξ' αρχής με το ρεμπέτικο.

Αν και ερμήνευσε όλην τη γκάμα του ελληνικού τραγουδιού —από δημοτικό μέχρι ελαφρό— η έναρξη της καριέρας της σηματοδοτείται από την ακμή του ρεμπέτικου, του οποίου υπήρξε η βασική γυναικεία φωνή.

Άψογη ερμηνεύτρια, με ύφος, τεχνική και πάθος, υπήρξε σημείο αναφοράς και πρότυπο όλων των μετέπειτα τραγουδιστριών. Τραγική σύμπτωση, το ρεμπέτικο του τεκέ, που τόσο ιδανικά υπηρέτησε, έμελλε να σβήσει με αφορμή ένα δικό της τραγούδι:

Το Πρέζα όταν Πιείς στάθηκε η αφορμή για την επιβολή της Μεταξικής λογοκρισίας, που άνοιξε το δρόμο στην σχολή Τσιτσάνη, θέτοντας στο περιθώριο τους ρεμπέτες του μεσοπολέμου.

Τη δεκαετία του 1940 και πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ταξίδεψε ως τραγουδίστρια στα Βαλκάνια, την Τουρκία και τη Μέση Ανατολή. Μετά τον πόλεμο, η Εσκενάζυ έκανε περιοδείες στις Η.Π.Α. και την Τουρκία.

Τη δεκαετία του 1970 η φήμη της αναζοπυρώθηκε ως συνέπεια της μαζικής εκ νέου «ανακάλυψης» του ρεμπέτικου.

Πέθανε στις 2 Δεκεμβρίου του 1980 στην Αθήνα σε ηλικία 90 ετών.
....................................................................................................................
ΜΠΕΛΛΟΥ ΣΩΤΗΡΙΑ


Η κορυφαία τραγουδίστρια του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού, Σωτηρία Μπέλλου, γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1921 στο χωριό Χάλια της Χαλκίδας. Ήταν μέλος εύπορης οικογένειας και η μεγαλύτερη από τα τέσσερα αδέλφια της.

Τραγουδίστρια αποφάσισε να γίνει όταν είδε στον κινηματογράφο την ταινία «Η Προσφυγοπούλα» με τη Σοφία Βέμπο. Οι γονείς της, όμως, είχαν αντιρρήσεις κι έτσι σε ηλικία 17 ετών αποφάσισε να κατεβεί μόνη στην Αθήνα.

Εκεί παντρεύτηκε τον Βαγγέλη Τριμούρα, ελεγκτή στα λεωφορεία, με τον οποίο είχε γνωριστεί όσο ήταν ακόμη στη Χαλκίδα. Ο γάμος τους κράτησε μόνο έξι μήνες και η Σωτηρία βρέθηκε στις φυλακές «Αβέρωφ», όταν στον τελευταίο τους καβγά του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο. Στο Εφετείο η ποινή της μειώθηκε από 3,5 χρόνια σε 6 μήνες και αφέθηκε ελεύθερη.

Το μαρτύριό της συνεχίστηκε όταν επέστρεψε στο πατρικό της στη Χαλκίδα, καθώς οι δικοί της θεωρούσαν ότι τους ντρόπιαζε. Μην αντέχοντας το καθημερινό ξύλο, αποφάσισε να ξαναδοκιμάσει την τύχη της στην πρωτεύουσα.

Καθώς η μέρα αυτού του ταξιδιού της συνέπεσε με την 28η Οκτωβρίου 1940, πέρασε όλη την περίοδο του πολέμου και τα χρόνια της Κατοχής κάτω από δύσκολες συνθήκες και κάνοντας διάφορες δουλειές. Ανάμεσα στα άλλα τραγουδούσε για ένα χαρτζιλίκι σε διάφορα ταβερνάκια.

Μετά την απελευθέρωση και αφού γνώρισε από κοντά την αγριότητα και τις διώξεις του Εμφυλίου, όντας ενεργό μέλος του αντάρτικου, την ανακάλυψε σε μια ταβέρνα των Εξαρχείων ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης και τη σύστησε στο φίλο του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο βάρδος του ρεμπέτικου ενθουσιάστηκε από τη φωνή της και της πρότεινε να μπουν μαζί στο στούντιο.

Η επιτυχία των πρώτων της ηχογραφήσεων με τον αξέχαστο Τσιτσάνη («Συννεφιασμένη Κυριακή», «Τα Καβουράκια»,την καθιέρωσε ως λαϊκή τραγουδίστρια, ενώ τα χρόνια 1948 - 1955 ήταν περιζήτητη ανάμεσα στους κορυφαίους συνθέτες.

Μεταξύ άλλων, συνεργάστηκε με τους Γιάννη Παπαϊωάννου ,Γιώργο Μητσάκη, Απόστολο Καλδάρα , Απόστολο Χατζηχρήστο, Μανώλη Χιώτη κ.ά.Η καριέρα της γνώρισε μία κάμψη στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας '60.

Από το 1966, όμως, κέρδισε ξανά τη θέση της κορυφαίας ερμηνεύτριας του είδους, προχωρώντας σε πρωτοποριακές συνεργασίας με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες: Μούτση Σαββόπουλο, Ανδριόπουλο , Κουνάδης , Λάγιος, Ανδριόπουλος κ.ά. Παράλληλα, ξανατραγούδησε παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, από τα οποία την αγάπησε η νέα γενιά και τη στήριξε στις αδιάκοπες εμφανίσεις της στα λαϊκά κέντρα, στις μπουάτ της Πλάκας, καθώς και σε μεγάλες συναυλιακές και πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Το Μάρτιο του 1993 ήρθε αντιμέτωπη με τα πρώτα σοβαρά προβλήματα υγείας, όταν εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο «Σωτηρία» με βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια. Λίγο αργότερα, διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα.

Στις 27 Αυγούστου 1997, άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά.
.....................................................................................................................
ΝΙΝΟΥ ΜΑΡΙΚΑ

Η Μαρίκα Νίνου (πραγματικό όνομα: Ευαγγελία Νικολαΐδου· Κωνσταντινούπολη, 1918 - Αθήνα, 23 Φεβρουαρίου 1957) ήταν Ελληνίδα τραγουδίστρια αρμενικής καταγωγής.

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1918. Από τον Καύκασο όπου είχε μεταναστεύσει ήρθε στην Αθήνα το 1947 και εμφανίστηκε σε διάφορα κέντρα κάνοντας ακροβατικά νούμερα με τη φίρμα «Ντούο Νίνο και μισό» που την αποτελούσαν ο άντρας και το παιδί της.

Τον Οκτώβριο του 1948, ο Στελλάκης Περπινιάδης την πήρε κοντά του ως τραγουδίστρια στο κέντρο «Φλώριντα» του Γ. Μελίτια στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας.

Ακολουθεί η συνεργασία της με το Βασίλη Τσιτσάνη το 1949 στο κέντρο «Τζίμης ο Χονδρός» που υπήρξε καθοριστική στη ζωή και των δύο. Η Μαρίκα Νίνου υπήρξε θρυλική μεταρεμπέτικη τραγουδίστρια με καταλυτική επίδραση στο έργο του συνθέτη. Το ντουέτο Τσιτσάνη - Νίνου κατέχει ιδιαίτερη θέση στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού.

Τον Οκτώβριο του 1951 έκανε κάποιες εμφανίσεις στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον Τσιτσάνη. Μετά από το ταξίδι αυτό χώρισαν ξαφνικά και η Νίνου πήγε στις Η.Π.Α. όπου τραγούδησε δίπλα στον Κώστα Καπλάνη επί δύο χρόνια.

Πριν μεταβεί στην Αμερική είχε υποβληθεί στην Αθήνα σε εγχείρηση για καρκίνο, αλλά στην Αμερική υπήρξε ραγδαία μετάσταση. Επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου εργάστηκε για λίγο με φοβερούς πόνους και τελικά πέθανε την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 1957, σε ηλικία 38 ετών.
..................................................................................................................
ΠΑΠΑΓΚΙΚΑ ΜΑΡΙΚΑ

Η Μαρίκα Παπαγκίκα γεννήθηκε στην Κω την πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη του 1890. Θεωρείται ανάμεσα στις πρώτες ελληνίδες τραγουδίστριες που πρωταγωνίστησαν κατά εξέλιξη των πρώτων ηχογραφήσεων και της δισκογραφίας.


Σε πολύ μικρή ηλικία, η οικογένεια της μετανάστευσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ξεκίνησε την καριέρα της εκεί, στα νυκτερινά στέκια που σύχναζε ο κόσμος της μεγάλης τότε ελληνικής παροικίας. Εκείνη την εποχή έκανε και τις πρώτες ηχογραφήσεις τις.

Το 1915 μετάναστευσε και πάλι, αυτήν τη φορά στην Αμερική όπου συνέχισε τις ζωντανές εμφανίσεις τις αλλά και τις ηχογραφήσεις. Παντρεύτηκε τον Κώστα (Gus) Παπαγκίκα που ήταν επαγγελματίας οργανοπαίκτης (τσέμπαλο) και μαζί ανοίξανε το δικό τους νυκτερικό κέντρο στης Νέα Υόρκη κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1920.

Εκείνη την περίοδο συνεργάστηκε πολλές φορές με τον γνωστό βιολιστή Αθανάσιο Μακεδόνα. Το ρεπερτόριο της ήταν πλούσιο και περιελάμβανε δημοτικά, ελαφρά λαϊκά και ευρωπαϊκά τραγούδια. Παρόλα αυτά έμεινε περισσότερο γνωστή ως αντιπρόσωπος του ρεμπέτικου τραγουδιού και ειδικότερα για το Σμυρναίικο ύφος με το οποίο ερμήνευε τα ρεμπέτικα.

Η Μαρίκα και ο Κώστας έχασαν το κέντρο τους κατά την σφοδρή οικονομική κρίση του 1929 όταν περίπου τελείωσε και η δισκογραφική καριέρα της. Η σπουδαία αυτή ρεμπέτισσα έφυγε από τη ζωή στις 2/8/1943 στην Νέα Υόρκη αφού, όπως λέγεται, δεν άντεξε την δυστυχία των τελευταίων τις χρόνων.
....................................................................................................................
ΧΑΣΚΙΛ ΣΤΕΛΛΑ
Η Στέλλα Χασκίλ, εβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε το 1918 στη Θεσσαλονίκη, και ήταν γνωστή ως «Σαλονικιά».
Το πραγματικό της όνομα είναι Στέλλα Ιγεχασκέλ ή Γεχασκέλ – Γαέγου και ήταν σύζυγος του επίσης Εβραίου Ιάκωβου Γεχασκέλ.

Η Χασκίλ υπήρξε αναμφίβολα από τις πιο χαρακτηριστικές φωνές του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού. Αποτύπωσε έντονα τα αυλάκια των δίσκων των 78 στροφών με τη βελούδινη και σπάνια φωνή της, αφήνοντας για πάντα ανεξίτηλα τα σημάδια της στα 135 περίπου τραγούδια που συνολικά ερμήνευσε.
Κατά τη γνώμη πολλών, κυρίως από το χώρο του λαϊκού τραγουδιού, η Στέλλα, που έλαμψε τη δεκαετία '40 – '50, υπήρξε η κορυφαία ερμηνεύτρια του μεταπολεμικού ρεμπέτικου, της «νεώτερης σχολής».

Η Στέλλα Χασίλ είναι άδικα παραγνωρισμένη και σχεδόν ξεχασμένη σήμερα. Ο περισσότερος κόσμος δεν την γνωρίζει καν, παραμένει όμως στη μνήμη των μεγαλυτέρων σε ηλικία ως πολύ σημαντική λαϊκή καλλιτέχνιδα. Ευτυχώς όμως που αποτυπώθηκε η φωνή της σε πρώτες εκτελέσεις κλασικών τραγουδιών του Β. Τσιτσάνη, του Απόστολου Χατζηχρήστου, του Μανώλη Χιώτη, του Σπύρου Περιστέρη, του Απόστολου Καλδάρα, του Γιώργου Μητσάκη, του Μάρκου Βαμβακάρη, του Μπάμπη Μπακάλη, του Γιώργου Λαύκα, του Γιάννη Παπαϊωάννου, του Σπύρου Καλφόπουλου, του Γιάννη Τατασόπουλου, του Γιάννη Σταμούλη, κ.α.
Η Χασκίλ ερμήνευσε από τα ωραιώτερα ρεμπέτικα τραγούδια με τρόπο μοναδικό, ανεπανάληπτο και συγκλονιστικό.
Πριν τον πόλεμο η Στέλλα έκανε τις πρώτες καλλιτεχνικές της εμφανίσεις σε κοσμικά κέντρα και σε λαϊκές οικογενειακές ταβέρνες της Θεσσαλονίκης. Μετά όμως την απελευθέρωση έρχεται στην Αθήνα και συνεχίζει την καριέρα της τραγουδώντας σε λαϊκά κέντρα της πρωτεύουσας. Η Χασκίλ συνεργάστηκε με τους πιο αξιόλογους λαϊκούς συνθέτες και το 1946 πρωτοεμφανίστηκε και στη δισκογραφία.
Το πρώτο της τραγούδι που πέρασε στους δίσκους γραμμοφώνου, «κομμένο και ραμένο» πάνω στην βελούδινη φωνή της, είναι ένα αισθησιακό ισπανο-ανατολίτικο, οι «ΣΕΒΙΛΙΑΝΕΣ», γραμμένο το Φεβρουάριο του 1946 από τον πρωτοεμφανιζόμενο Γιώργο Λαύκα (1924-1972), με στίχους του Ταμβάκη (ψευδώνυμο του Χαράλαμπου Βασιλειάδη, του θρυλικού «Τσάντα», 1902-1970). Στον ίδιο δίσκο, η Στέλλα τραγούδησε και το ζεϊμπέκικο «ΕΔΩ ΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ ΟΛΑ», των ιδίων λαϊκών δημιουργών. Με τα δύο αυτά τραγούδια, ταυτόχρονα με τη Χασκίλ, κάνει το δισκογραφικό του ξεκίνημα και ο Γιώργος Λαύκας, σαν συνθέτης και τραγουδιστής.
Σύντομα ακολουθούν δεκάδες άλλοι δίσκοι της με τραγούδια όλων των γνωστών λαϊκών δημιουργών της εποχής, τα οποία η Σαλονικιά τα απέδωσε ιδανικά, με το δικό της ύφος, το τελείως προσωπικό και χαρακτηριστικό. Δίκαια έγινε περιζήτητη και όλοι οι λαϊκοί συνθέτες επιζητούσαν τη συνεργασία της στο πάλκο και στη δισκογραφία.
Η φωνή της Στέλλας Χασκίλ είχε πράγματι κάτι το ιδιαίτερο, που την έκανε να ξεχωρίζει από τις άλλες σύγχρονές της ρεμπέτισσες ερμηνεύτριες. Ο τρόπος της ερμηνείας της ήταν απλός και απέριττος, χωρίς περίσσιες καλκάντζες, αλλά ταυτόχρονα ειλικρινής και ζεστός, απόλυτα ταιριαστός με το κλίμα και το ύφος του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Υπήρξε η τραγουδίστρια που είπε και γραμμοφώνησε, σε πρώτη εκτέλεση, πολλά ρεμπέτικα τραγούδια που σήμερα θεωρούνται «κλασικά», όπως το «Κάποια μάνα αναστενάζει», το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», «Ακρογιαλιές – Δειλινά», «Για τα μάτια π’ αγαπώ», «Αράπικο λουλούδι», «Η πεντάμορφη», «Μπιρ-Αλλάχ», «Πάλιωσε το σακάκι μου», «Το Κατινάκι ξέχασες», κ.α.

Η Χασκίλ ερμήνευσε σε δίσκους 106 τραγούδια σε πρώτη φωνή και 31 ως δεύτερη φωνή.
Στο όνομα της Στέλλας Χασκίλ, ως δημιουργού, κυκλοφόρησαν συνολικά 20 τραγούδια, όλα τραγουδισμένα από την ίδια, αποκλειστικά σε πρώτη φωνή, προφανώς δώρα ή «προϊόντα συναλλαγής και υποχρεώσεων» των πραγματικών τους δημιουργών, μια και η ίδια δεν ήταν μουσικός. Από τα τραγούδια αυτά, στα 10 εμφανίζεται ως αποκλειστική δημιουργός (στίχοι και μουσική), στα 2 ως στιχουργός μόνον -αλλά περασμένα στο όνομα του συζύγου της Ιάκωβου Γεχασκέλ, στα 6 ως συνθέτης μόνον και στα υπόλοιπα 2 τραγούδια εμφανίζεται μόνο ως στιχουργός. Τα δώρα αυτά προέρχονται, κυρίως, από τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Απόστολο Χατζηχρήστο, τον Σπύρο Καλφόπουλο και άλλους λαϊκούς τραγουδοποιούς.